μπεκρηλίκι

μπεκρηλίκι
και μπεκρουλίκι, το
η ιδιότητα και η κατάσταση τού μπεκρή, η υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπεκρής + κατάλ. -λίκι (πρβλ. μπεη-λίκι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”